- ὑποικοῦντες
- ὑποικέωdwell underpres part act masc nom/voc pl (attic epic doric)ὑποικέωdwell underpres part act masc nom/voc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποικώ — έω, ΜΑ [οἰκῶ] 1. κατοικώ κάτω από έναν τόπο 2. κρύβομαι κάτω από κάτι («ἐν τε γὰρ ὀφθαλμοῑς... ὑποικεῑ [ενν. δάκρυ]», Απλ.) 3. (η μτχ. αρσ. πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) ὑποικοῡντες (κατά τον Πολυδ.) γείτονες … Dictionary of Greek